- υπερεπιθυμώ
- ὑπερεπιθυμῶ, -έω, ΝΑεπιθυμώ πάρα πολύ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερεπιθυμῶ — ὑπερεπιθυμέω desire exceedingly pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὑπερεπιθυμέω desire exceedingly pres ind act 1st sg (attic epic doric) ὑπερεπιθῡμῶ , ὑπερεπιθυμέω desire exceedingly pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὑπερεπιθῡμῶ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιχνεύω — (AM λιχνεύω) [λίχνος] επιθυμώ να φάω εκλεκτά, ορεκτικά φαγητά, λειχουδεύομαι μσν. αρχ. μτφ. επιθυμώ σφοδρά, ορέγομαι, υπερεπιθυμώ («ἀγαπᾱν δ ἀγεννές καὶ λιχνεύειν τὴν ἀπὸ τοῡ λόγου δόξαν», Πλούτ.) αρχ. 1. τρώω λαίμαργα, είμαι λειχούδης 2. λείχω,… … Dictionary of Greek